Kongur Ι 7.719m-kunlun Κίνα-1992
‘Ήταν 11 Ιουνίου του 1992, όταν ξεκινούσαμε για το πιο τρελό μας όνειρο: να σκαρφαλώσουμε στην ψηλότερη κορυφή των Pamirs, το Kongur 7719 m, στην τότε μακρινή και ανεξερεύνητη δυτική Κίνα, στην περιοχή του Xinjiang.
Οι πρώτοι τέσσερις ορειβάτες που κατάφεραν να φθάσουν στην κορυφή του βουνού και μάλιστα μετά από δυο προσπάθειες, μια το 1980 και μια το 1981.
Ήταν αυτό το τρομερό κουαρτέτο, αποτελούμενο από τους Βρετανούς θρύλους της παγκόσμιας ορειβασίας, Sir Chris Bonington Αρχηγός, Al Rouse, Peter David Boardman, και Joe Tasker, οι οποίοι έγραψαν ιστορία όταν κατάφεραν να σταθούν στην κορυφή του Kongur στις 12 Ιουλίου του 1981.
Ακολούθησε μια ακόμα επιτυχία από την νότια κόψη -διαδρομή Bonington -από κάποιους Ιάπωνες οι οποίοι προσπαθούσαν από το 1982 κάθε χρόνο και τελικά τα κατάφεραν το 1989.
Το Φεβρουάριο του 1992 επισκέφτηκα τον Sir Chris Bonington στο σπίτι του στη βόρεια Αγγλία. Ήταν ένας καλοσυνάτος άνθρωπος και μεγάλος ορειβάτης, ένας πραγματικός Sir, που ανάμεσα στις πολλές πληροφορίες που μου έδωσε για το βουνό, μου χάρισε και αυτή τη φωτογραφία με την αφιέρωσή του για καλή τύχη στο Kongur.
Οι σχοινοσύντροφοι της ελληνικής αποστολής ήταν ο Γερόλυκος και πάντα γενναίος και τολμηρός Κώστας Ζούπης, αρχηγός, φορώντας πάντα αυτό το φαρδύ γλυκό χαμόγελό του κρυμμένο κάτω από τα μακριά πυκνά μουστάκια του. Ο σοφός, αντικειμενικός και πάντα βαθυστόχαστος Σταύρος Νικολάου , ο χαμογελαστός, αισιόδοξος, σπουδαίος αναρριχητής και όχι μόνο, Γιάννης Σπίνος, και ο γράφων.
Ήμασταν νέοι και άπειροι, όμως όλοι ήμασταν ονειροπόλοι και το έλεγε η καρδιά μας.
Τι να πρωτοθυμηθώ για αυτή την αποστολή που ήταν ένα όνειρο και παραμένει ακόμα και σήμερα ένα απραγματοποίητο όνειρο.
Θυμάμαι τη δυσκολία στην επικοινωνία και στη λήψη της άδειας από την κινεζική ομοσπονδία ορειβασίας. Τη μεγάλη μας προσπάθεια να βρούμε χορηγούς εδώ στην Ελλάδα. Την αγορά του ορειβατικού εξοπλισμού από την Αγγλία. Πήγα ο ίδιος στα εργοστάσια μαζί με το φίλο μου Νίκο Καλοζούμη και με τη βοήθεια από την Ελλάδα του επίσης καλού φίλου Vasilis Benekos , για να αγοράσω όλο τον εξοπλισμό, γυρίζοντας με το αυτοκίνητο στα εργοστάσια Berghaus, Mountain Equipment ,Wild Country κλπ. Την ατελείωτη αγωνιώδη προσπάθειά μας να φθάσουμε πρώτα στο Πεκίνο, μετά στο Urumqi μετά στο Kashgar και τέλος στις λίμνες Karakul, βλέποντας εικόνες και ζώντας παραστάσεις που δεν ήταν μόνο από είκοσι οκτώ χρόνια πριν, αλλά μια άλλης εποχής ίσως από τον μεσαίωνα. Από εκεί φορτώνοντας τα τριάντα έξι βαρέλια της αποστολής -που μεταφέραμε μαζί μας από την Ελλάδα- σε καμήλες, φτάσαμε στο σωστό base camp μετά από πέντε ημέρες, έχοντας τουλάχιστον 1.550 κιλά τρόφιμα και ορειβατικό εξοπλισμό μαζί μας.
Ήταν μια αποστολή από αυτές που η UIIA τις εντάσσει στην κατηγορία της υπέρ αλπικής αναρρίχησης (alpine style), όπου η βοήθεια από εξωτερικές πηγές δεν παρέχεται. Βαστάζοι δεν υπήρχαν, σταθερά σχοινιά δεν υπήρχαν, κατασκηνώσεις δεν είχαμε οργανώσει, αλλά ανεβαίνομε κάθε μέρα 80-150μ υψομετρικής διαφοράς, μεταφέροντας τα πάντα μόνοι μας με τα σακίδια μας να ζυγίζουν είκοσι πέντε και πλέον κιλά το καθένα.
Όλη την ημέρα σκαρφαλώναμε και κάθε απόγευμα προς βράδυ, φτιάχναμε επί μια ή δυο ώρες πλατό στις παγωμένες ορθοπλαγιές και στήναμε το αντίσκηνό μας. Ήμασταν μόνο εμείς σε ολόκληρο το ορεινό συγκρότημα. Η πλησιέστερη βοήθεια απείχε 200km από εμάς. Λιώναμε χιόνι ή πάγο για να πίνουμε νερό, μαγειρεύαμε εναλλάξ μόνο μια σούπα την ημέρα και για τους τρεις μας, κάνοντας οικονομία για να μας φθάσουν οι σούπες που είχαμε μαζί μας και στην υπόλοιπη προσπάθεια.
Κάθε πρωί δε θα ξεχάσω ποσό μεγάλος αγώνας γινόταν για να μπορέσω να ζυμώσω τον υπνόσακο μου και να τον στριμώξω στο κάτω μέρος του σακιδίου μου, μετά τη σκηνή, τα σχοινιά, τα υλικά, τα καύσιμά μας. Ήταν επίπονη και αργή διαδικασία λόγω υψομέτρου και συνεχίζαμε για ψηλότερα, μόνοι, εντελώς μόνοι, χωρίς ακριβώς να ξέρουμε που πηγαίνουμε. Ανοίξαμε και παραλλαγή της διαδρομής του Bonington, πιστεύοντας ότι η επιλογή μας αυτή θα ήταν συντομότερη. Δεν ήταν όμως.
Ο Σταύρος μας είχε αφήσει στις πρώτες δυο μέρες της τελικής μας προσπάθειας και είχε επιστρέψει στο base camp, θεωρώντας ορθά ότι προσπαθούσαμε κάτι ανέφικτο, κάτι που δεν είχε νόημα. αργότερα μας είπε ότι ετοιμαζόταν να φύγει από το base camp μαζί με τους Κινέζους, το μάγειρα και τον liason officer, αφού πίστεψε ότι ήμασταν πλέον νεκροί και ότι είναι αδύνατον να ζούμε μετά από είκοσι μια μέρες που είχαμε φύγει από το base camp.
Επικοινωνία δεν είχαμε ούτε με το base camp, ούτε με την Ελλάδα και ο Σταύρος σκεφτόταν τι θα πει στις οικογένειες μας όταν θα γύριζε πίσω στην Ελλάδα χωρίς εμάς!
Μετά από κάποιον σχετικό εγκλιματισμό, η τελική μας ανάβαση διήρκεσε είκοσι μια ημέρες. Είκοσι μια ημέρες βρισκόμασταν ψηλότερα, μακριά από το base camp (4.700m). Η προσπάθεια μας σταμάτησε στα 7.100μ, όπου παραμείναμε στο αντίσκηνό μας για τρία μερόνυχτα αντιμετωπίζοντας μια τρομερή κακοκαιρία.
Δεν μπορούσαμε να πάμε ούτε ψηλότερα ούτε χαμηλότερα και τεντώναμε τα χέρια και τα πόδια μας προκειμένου να κρατήσουμε την σκηνή μας όρθια και για να μην σκιστεί από τους θυελλώδεις ανέμους που φυσούσαν.
Δεν βγαίναμε ούτε για τουαλέτα για να μην πάρει ο αέρας τη σκηνή μας.
Θυμάμαι να νιώθω μόνος, μακριά από την οικογένειά μου και να δακρύζω προς στιγμή. Η κακοκαιρία δε σταματούσε, τα φαγητά μας είχαν τελειώσει.
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές μου έλειπε το πρόσωπο που ήταν πάντα κοντά μου, Ο σημαντικότερος άνθρωπος της ζωής μου, αυτός που του οφείλω αυτό που είμαι με αυτά που μου έμαθε και αυτά που πέτυχα στη ζωή μου. Ο αείμνηστος πατέρας μου, Ο Γιάννης!!!
Βλέποντας με ο Κώστας Ζούπης συγκινημένο, με ρώτησε τι μου συμβαίνει. Του απάντησα πως μου λείπει ο πατέρας μου και εκείνος μου είπε: και μένα μου λείπει και εγώ αγαπώ τον πατέρα μου, αλλά τώρα είμαστε εδώ και μπορεί να έχουμε διαφορετικό πατέρα, αλλά εμείς είμαστε αδέρφια.
Αφού τελικά η αυλαία έπεσε, αρχίσαμε να επιστρέφουμε πίσω. Πεινασμένοι και εξαντλημένοι όπως ήμασταν είδαμε μέσα στο απέραντο λευκό στην άκρη μια ορθοπλαγιάς, κάτι χρωματιστές κουκκίδες. Νομίζαμε ότι ήταν κάποιο ντελίριο που μας είχε επηρεάσει, γιατί πότε τις βλέπαμε και πότε όχι. Όμως πλησιάζοντας διαπιστώσαμε ότι ήταν ορειβάτες, μια ανατολικογερμανική τότε ομάδα από δέκα ορειβάτες. Φτάνοντας στο πλατό είχαν μαζευτεί όλοι και περίμεναν να μας αγκαλιάσουν σαν να μας ήξεραν χρόνια. Είχαν μάθει από το Σταύρο πόσες μέρες λείπαμε από το base camp και χαίρονταν που ήμασταν ζωντανοί. Μας έδωσαν μια κονσέρβα με κρέας και ήταν το ωραιότερο φαγητό που έχω φάει ποτέ στην ζωή μου, τη νοστιμιά του τη θυμάμαι ακόμα και τώρα.
Εκεί κοιμηθήκαμε στην σκηνή μας μαζί με τη γερμανική ομάδα και την επόμενη μέρα κοντά στα 5.350μ είδαμε το Σταύρο να έρχεται να μας βρει. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε όλοι μαζί. Τον είχαν ειδοποιήσει οι Γερμανοί αφού ένα μέλος της ομάδας τους ήταν στο base camp και είχαν μεταξύ τους επικοινωνία.
Ήμασταν μια αγαπημένη ομάδα που μας ένωνε ο πόθος να φθάσουμε στην κορυφή. Αγαπημένοι παραμείναμε μέχρι σήμερα. Ο Κώστας ήταν για μένα ο μέντορας μου στα βουνά, ήταν αυτός που μου έμαθε να μη φοβάμαι, αυτός που μου έλεγε ότι όλα όσα φαντάζουν αδύνατα εμείς μπορούμε να τα πραγματοποιήσουμε και για αυτό ήμασταν άλλωστε εκεί. Ο Γιάννης Σπίνος, αυτό το καλό παιδί, ένας ατρόμητος αναρριχητής όγδοου βαθμού!!( Για εκείνη την εποχή ) με φώναζε πάντα “κολλητέ”. Kαι ασφαλώς η ήρεμη και συνετή δύναμη, ο καλός μου φίλος Stavros Nikolaoy.
Ήταν αυτοί οι ξεχωριστοί φίλοι, ο Κώστας Ζούπης και ο Γιάννης Σπίνος που ήρθαν στο base camp του Everest το 2017 για να ζήσουν μαζί μας την ανάβασή μας με τον Mike Evmorfidis στο Everest. Επειδή κάποτε ο Κώστας μου το είχε υποσχεθεί: “όταν θα προσπαθήσεις Αντώνη το Έβερεστ, εγώ θα είμαι κάτω στο base camp μαζί σου” !!!
Επιστρέψαμε μέσω Πακιστάν. Από εκεί, χωρίς να έχουμε δώσει κανένα σημάδι ζωής στην Ελλάδα για πενήντα επτά ολόκληρες ημέρες, τηλεφώνησα στο σπίτι μου. Η Πόπη Kalliopi Koni δε σήκωσε το τηλέφωνο γιατί δεν ήταν εκείνη τη στιγμή στο σπίτι, έτσι άφησα μήνυμα στον τηλεφωνητή: “Γεια σας…είμαι ένας φίλος από τα παλιά, με θυμάστε; είμαστε ζωντανοί, είμαστε όλοι καλά, επιστρέφουμε στην Ελλάδα”. Δεν ήξεραν απολύτως τίποτα για μας για τόσες πολλές ημέρες! Η κόρη μου ήταν μόλις δυο ετών! Αναρωτιέμαι πόσο ευγνώμων πρέπει να είμαι στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου που με αντέχουν όλα αυτά τα χρόνια, αγόγγυστα και υπομονετικά και πόσο δύσκολο πρέπει να είναι για αυτούς να περνούν τέτοιες δοκιμασίες!
Είχαμε υποσχεθεί στους εαυτούς μας να γυρίσουμε στο Kongur. Κάτι που κάναμε δυο χρόνια μετά, το 1994, με μια μεγαλύτερη ομάδα χωρίς και πάλι να τα καταφέρουμε. Αλλά για αυτή την αποστολή θα σας μιλήσω μια άλλη φορά.
Σήμερα, είκοσι οκτώ χρόνια μετά,τα μεγάλα μου projects: 14×8.000m στα Ιμαλάια και 82×4.000m στις Άλπεις, μπορεί να συνεχίζονται αλλά το Kongur παραμένει πάντα στην καρδιά μου και δεν το κρύβω ότι πολύ θα ήθελα να ξαναπάω με μια αμιγώς ελληνική ομάδα της νεότερης γενιάς αυτή την τρίτη φορά ίσως και να τα καταφέρουμε, ποιος ξέρει,ίσως και να γίνει πραγματικότητα κάποια στιγμή!
Άλλωστε όλα όσα φαντάζουν αδύνατα μπορεί να γίνουν δυνατά!
Για αυτό δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείπουμε τα όνειρά μας, γιατί κάποια στιγμή θα πραγματοποιηθούν!!!
Για την ιστορία, ακόμα και σήμερα μόλις δέκα τέσσερις (14) συνολικά ορειβάτες έχουν καταφέρει να φτάσουν στην κορυφή του βουνού και η διαδρομή του Bonington έχει μόνο μια επανάληψη, από την Ιαπωνική ομάδα του 1989
Ενώ μια τρίτη πετυχημένη προσπάθεια πραγματοποιήθηκε το 2004 από την βορεινή πλευρά από μια ρωσική ομάδα με Αρχηγό τον Hohlov Jury και μέλη της αποστολής τους .
Kagan Vladislav, Kulbachenko Victor, Legkikh Vladimir, Medvedev Andrey, Petrov Andrey
Τέλος να αναφέρουμε ότι και αυτή η αποστολή έγινε υπό την αιγίδα του SEO ATHINAS
11-06/5-08-1992